ΑΠΟΦΑΣΗ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΕΝΟΙ ΑΓΟΡΑΣΤΕΣ

ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 285/2018)

20 Ιουνίου, 2024

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ,

Εφεσείοντες,

v.

1. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΚΤΗΜΑΤΟΛΟΓΙΟΥ ΚΑΙ ΧΩΡΟΜΕΤΡΙΑΣ ΠΑΦΟΥ

2. V.M. DEVELOPING LIMITED

3. MICHAEL JAMES JOYCE

Εφεσίβλητων.

____________________

Μ. Καραγιαννίδου (κα) με Β. Καραγιαννίδου για κ.κ. Ιωάννης Παπαζαχαρία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντες.

Μ. Τσαγγάρη (κα) για Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για Εφεσίβλητο 1.

Γ. Ιωάννου για κ.κ. Ανδρέας Δημητριάδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσίβλητο 3.

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

ΑΠΟΦΑΣΗ

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση ΕπαρχιακούΔικαστηρίου – στο εξής το κατώτερο Δικαστήριο – με την οποία απορρίφθηκε αίτηση,ημερομηνίας 23.10.2017, των εφεσειόντων, με την οποία ζήτησαν τα ακόλουθα διατάγματα:

«(Α) Διάταγμα του Δικαστηρίου που να ακυρώνει και/ή τερματίζει και/ή αναστέλλει τηνειδοποίηση κατά τον Τύπο «ΙΕ», ημερομηνίας 7/7/2017.

(Β) Διάταγμα του Δικαστηρίου που να ακυρώνει και/ή τερματίζει και/ή αναστέλλει τηναπόφαση του Διευθυντή, ημερομηνίας 15/9/2017, με την οποία απορρίφθηκε η ένστασήτους κατά της πρόθεσής του να προχωρήσει σε μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου επ’ονόματι του εφεσίβλητου 3 και στην απαλλαγή όλων των επιβαρύνσεων πάνω σ’ αυτό.

(Γ) Διάταγμα και/ή δήλωση και/ή απόφαση του Δικαστηρίου με την οποία ναπαραμερίζεται και/ή ακυρώνεται και/ή κηρύσσεται αντισυνταγματική και άκυρη και άνευνομικής ισχύος και/ή νομικά και πραγματικά εσφαλμένη η απόφαση και/ή διαδικασία πουαναφέρεται στην παραπάνω ειδοποίηση και απόφαση του Διευθυντή, αντίστοιχα.

(Δ) Διάταγμα και/ή απόφαση και/ή δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσειτις πρόνοιες των άρθρων 44ΙΗ – 44ΚΖ του Νόμου – ως ενσωματώθηκαν δυνάμει τουάρθρου 2 του Νόμου 139(Ι)/2015 – αντισυνταγματικές και/ή άκυρες και/ή ότι παραβιάζουντα άρθρο 23 του Συντάγματος και τη συνταγματική αρχή της διάκρισης των εξουσιών.»

Ακριβώς το ίδιο αιτητικό, ως το (Δ), περιέχεται στην αίτηση με αιτητικά (Ε)(Στ)(Ζ) και (Η)αναφορικά με κατ’ ισχυρισμό παραβίαση των Άρθρων 25, 26 και 30 του Συντάγματος αλλάκαι της Αρχής της Διάκρισης των Εξουσιών.

Αδιαμφισβήτητα γεγονότα, που διέπουν την παρούσα διαφορά, συνίστανται στο ότι οιεφεσείοντες παρείχαν δάνεια στους εφεσίβλητους 2, δυνάμει σχετικών γραπτών συμφωνιών,και οι τελευταίοι, ως εξασφάλιση, τους παραχώρησαν δύο υποθήκες, την Υ3758/2003 και τηνΥ781/2005. Δυνάμει γραπτής συμφωνίας, ημερομηνίας 26.01.2004, ο εφεσίβλητος 3αγόρασε, από τους εφεσίβλητους 2, ένα διαμέρισμα, σε πολυκατοικία που θα ανεγειρόταν σεδύο ακίνητα τα οποία υποθηκεύθηκαν με τις δύο προαναφερόμενες υποθήκες. Η γραπτήσυμφωνία αγοράς του διαμερίσματος κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο στις 05.02.2004 γιασκοπούς ειδικής εκτέλεσης.

Περαιτέρω έρεισμα για την καταχώριση, στο κατώτερο Δικαστήριο, της προαναφερόμενηςαίτησης, αποτέλεσαν γεγονότα, τα οποία παρατίθενται αυτούσια, ως τα διατύπωσε στηνεκκαλούμενη απόφαση του ο ευπαίδευτος πρωτόδικος δικαστής και τα οποία έχουν ως εξής:

«Ο εφεσίβλητος 3, κάνοντας χρήση του Μέρους VIB του περί Μεταβιβάσεως καιΥποθηκεύσεως Νόμου 9/1965 (στο εξής «Νόμος»), το οποίο διαλαμβάνει για τηνπροστασία των «εγκλωβισμένων» αγοραστών», στις 27/9/2016, με έρεισμα το γεγονόςτης κατάθεσης της πιο πάνω σύμβασης υπόβαλε στο Κτηματολόγιο την αίτηση με αριθμόΑΕΑ 1744/16, για μεταβίβαση του επίδικου διαμερίσματος επ’ ονόματί του. Ο εφεσίβλητος1 (στο εξής «Διευθυντής»), αφού έκρινε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις οι οποίεςπροβλέπονται στο εδάφιο (1) του άρθρου 44Κ του Νόμου, σε εφαρμογή του άρθρου44ΚΒ, με την έγγραφη ειδοποίηση κατά τον Τύπο «ΙΕ», ημερομηνίας 7/7/2017γνωστοποίησε στους εφεσείοντες – προφανώς, υπό την ιδιότητά τους ως ενυπόθηκωνδανειστών – την πρόθεσή του να προχωρήσει σε μεταβίβαση του επίδικου διαμερίσματοςεπ’ ονόματι του εφεσίβλητου 3, δυνάμει της κατατεθείσας στο Κτηματολόγιο σχετικής μεαυτό σύμβασης (ανωτέρω). Με την ίδια ειδοποίηση, οι εφεσείοντες πληροφορούνται απότο Διευθυντή για το δικαίωμά τους, όπως εντός 45 ημερών από την παραλαβή τηςειδοποίησης, υποβάλουν ένσταση εναντίον της πρόθεσής του να προχωρήσει στημεταβίβαση του ακινήτου ή αίτηση για μεταφορά της υποθήκης, του εμπράγματου βάρουςή της απαγόρευσης σε άλλη ακίνητη ιδιοκτησία, προσκομίζοντας (και στη μια και στηνάλλη περίπτωση) όλα τα απαραίτητα αποδεικτικά στοιχεία προς τεκμηρίωση της ένστασηςή αίτησης μεταφοράς, αντίστοιχα. Σύμφωνα με την τελευταία παράγραφο, σε περίπτωσημη υποβολής ένστασης ή αιτιολογημένης ένστασης ή αίτησης μεταφοράς εντός της πιοπάνω προθεσμίας, το Κτηματολόγιο θα προχωρήσει στην απαλλαγή ή εξάλειψη ήακύρωση της υποθήκης ή του εμπράγματου βάρους ή της απαγόρευσης και στημεταβίβαση του ακινήτου επ’ ονόματι του αγοραστή (εφεσίβλητου 3).

Οι εφεσείοντες, με την επιστολή τους, ημερομηνίας 29/8/2017 υπόβαλαν ένσταση στηνπροτιθέμενη – εκ μέρους του Διευθυντή – μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου και άρση καιτων επίδικων υποθηκών. Η ένσταση απορρίφθηκε από το Κτηματολόγιο με τη σχετικήεπιστολή, ημερομηνίας 15/9/2017. Όπως αναφέρεται στην τελευταία παράγραφο τηςεπιστολής, λόγω του ότι η ένσταση δεν είναι τεκμηριωμένη και δεν πληροί τιςπροϋποθέσεις των προνοιών του Νόμου και των Κανονισμών που επεξηγούνται μελεπτομέρεια πιο πάνω, βάσει του άρθρου 44ΚΒ(2) και (4), ο Διευθυντής θα προχωρήσειστην απαλλαγή όλων των εμπράγματων βαρών και στη μεταβίβαση του ακινήτου επ’όνόματι του αγοραστή, εκτός εάν οι εφσείοντες προσκομίσουν εντός 30 ημερών, διάταγματου Δικαστηρίου που να διατάσσει διαφορετικά.»

Οι εφεσείοντες αμφισβητούν την ορθότητα της πρωτόδικης κατάληξης, με την οποίααπορρίφθηκε η αίτηση τους, με τέσσερεις (4) λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο ισχυρίζονταιότι το κατώτερο Δικαστήριο αποφάσισε, λανθασμένα, πως οι εφεσείοντες αρνήθηκαν ήαμέλησαν και/ή δεν επέλεξαν να αιτηθούν τη μεταφορά της υποθήκης Υ3758/2003 σε άλλα

ακίνητα του εφεσίβλητου 2, παρ’ όλο που δεν ήταν ελεύθερα βαρών, και ως εκ τούτουπαραβιάστηκε η αρχή της χρονικής προτεραιότητας. Με τον δεύτερο λόγο προβάλλεται ηθέση ότι το κατώτερο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει, και να αποφασίσει, τους λόγουςαίτησης που πρόβαλαν οι εφεσείοντες, ειδικότερα, τους σχετιζόμενους με τηναντισυνταγματικότητα των Άρθρων 44ΙΗ – 44ΚΖ του Ν. 9/1965, ως αυτός τροποποιήθηκε. Μετον τρίτο λόγο προβάλλεται η θέση ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν είναι επαρκώςαιτιολογημένη. Με τον τέταρτο λόγο παραπονούνται, οι εφεσείοντες, ότι λανθασμέναεπιδικάστηκαν τα έξοδα της διαδικασίας προς όφελος των εφεσίβλητων και όχι προς όφελοςτους.

Παρατηρούμε, κατ’ αρχήν, πως προκύπτει αβίαστα, από τις χρονολογίες των δύουποθηκών, που ενέγραψαν οι εφεσείοντες, ότι η προαναφερόμενη γραπτή συμφωνία αγοράςτου διαμερίσματος, κατατεθειμένη στις 05.02.2004 στο Κτηματολόγιο, κατατέθηκε πριν τηνυποθήκη Υ781/2005, μεταγενέστερα, όμως, από την υποθήκη Υ3758/2003. Το συμφωνημένοτίμημα του εν λόγω διαμερίσματος καταβλήθηκε. Η πολυκατοικία στην οποία ανήκει τοδιαμέρισμα ολοκληρώθηκε και στις 30.5.2016 εκδόθηκε ξεχωριστός τίτλος γι’ αυτό.

Κρίνουμε επίσης χρήσιμο, λόγω του περιεχομένου των λόγων έφεσης, να παραθέσουμε,στη συνέχεια, τα Άρθρα 44ΙΗ, 44ΙΘ, 44ΚΒ και 44ΚΖ του Ν. 9/1965, ο Περί ΥποθηκεύσεωςΑκινήτων Νόμος, ως προστέθηκαν με τον Ν. 139(Ι)/2015, και ίσχυαν κατά το στάδιο έκδοσηςτης πρωτόδικης απόφασης, τα οποία προνοούν ως ακολούθως:

Άρθρο 44ΙΗ.

Οι διατάξεις του παρόντος άρθρου και των άρθρων 44ΙΘ μέχρι 44ΚΖ εφαρμόζονται σεκάθε περίπτωση που ακίνητο ή μέρος αυτού βαρύνεται με σύμβαση, η οποία έχεικατατεθεί στο αρμόδιο Επαρχιακό Κτηματολογικό Γραφείο μέχρι την 31η Δεκεμβρίου2014 ή έχει κατατεθεί σε αυτό δυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου, σύμφωνα με τιςδιατάξεις του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδική Εκτέλεση) Νόμου, με σκοπό τη μεταβίβασητου ακινήτου το οποίο αποτελεί αντικείμενο της σύμβασης επ’ ονόματι του αγοραστή.

Άρθρο 44ΙΘ.

-(1) Τηρουμένων των διατάξεων του άρθρου 44ΙΗ, μεταβίβαση ακινήτου επ’ ονόματι τουαγοραστή διενεργείται αυτεπάγγελτα από το Διευθυντή με βάση διαδικασία η οποίακαθορίζεται σε Κανονισμούς ή έπειτα από την υποβολή σε αυτόν αίτησης από ταακόλουθα πρόσωπα:

(α) Τον αγοραστή δυνάμει κατατεθειμένης σύμβασης στο αρμόδιο ΕπαρχιακόΚτηματολογικό Γραφείο,

(β) τον πωλητή δυνάμει κατατεθειμένης σύμβασης στο αρμόδιο ΕπαρχιακόΚτηματολογικό Γραφείο,

(γ) τον ενυπόθηκο δανειστή δυνάμει εγγεγραμμένης στα μητρώα του ακινήτου σύμβασηςυποθήκης, ή/και

(δ) το δανειστή δυνάμει σύμβασης δανείου με τον αγοραστή.

(2) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (1), οποιαδήποτε εκκρεμούσα διαδικασίαδυνάμει των διατάξεων του Μέρους VI και VIA του Νόμου, του περί Πτώχευσης Νόμου καιτου περί Εταιρειών Νόμου, καθώς και οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου αναστέλλεταιμέχρι την πλήρη αποπεράτωση της εξέτασης της αίτησης που υποβάλλεται σύμφωνα μετις διατάξεις του παρόντος Νόμου, όταν-

(α) Έχει εκδοθεί ξεχωριστός τίτλος ιδιοκτησίας για το αντικείμενο της σύμβασης και είτεέχει καταβληθεί πλήρως το τίμημα πώλησης είτε έχει καταβληθεί μέρος αυτού μέχρι τηνημερομηνία υποβολής της αίτησης και ο αγοραστής έχει δηλώσει εγγράφως ότι θακαταβάλει και καταβάλλει το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης, σύμφωνα με τις πρόνοιεςτης σύμβασης, στον ειδικό προσωρινό λογαριασμό που προβλέπεται στο εδάφιο (2) τουάρθρου 44Κ, ή

(β) δεν έχει εκδοθεί ξεχωριστός τίτλος ιδιοκτησίας για το αντικείμενο της σύμβασης, είτεέχει καταβληθεί πλήρως το τίμημα πώλησης είτε έχει καταβληθεί μέρος αυτού μέχριτην ημερομηνία υποβολής της αίτησης και ο αγοραστής έχει δηλώσει εγγράφως ότι θακαταβάλει και καταβάλλει το υπόλοιπο του τιμήματος πώλησης, σύμφωνα με τις πρόνοιεςτης σύμβασης, στον ειδικό προσωρινό λογαριασμό που προβλέπεται στο εδάφιο (2) τουάρθρου 44Κ και επιπροσθέτως η έκδοση ξεχωριστού τίτλου ιδιοκτησίας είναι εφικτήσύμφωνα με τις διατάξεις του Μέρους VIA του περί Ακίνητης Ιδιοκτησίας (Διακατοχή,Εγγραφή και Εκτίμηση) Νόμου.

Άρθρο 44ΚΒ.

-(1) Σε περίπτωση κατά την οποία πληρούνται οι προϋποθέσεις που προβλέπονται στοεδάφιο (1) του άρθρου 44Κ, ο Διευθυντής γνωστοποιεί στον αγοραστή, στον πωλητή,στον ενυπόθηκο δανειστή και σε οποιοδήποτε πρόσωπο προς όφελος του οποίουεπενεργεί εμπράγματο βάρος ή/και απαγόρευση, με την επίδοση έγγραφης ειδοποίησηςκατά τον Τύπο «ΙΕ», την πρόθεσή του να προβεί σε μεταβίβαση του ακινήτου επ’ονόματι του αγοραστή μετά την παρέλευση σαράντα πέντε (45) ημερών από τηνημερομηνία επίδοσης της ειδοποίησης.

(2) Με την ειδοποίηση ενημερώνεται ο αγοραστής, ο πωλητής, ο ενυπόθηκος δανειστήςκαι οποιοδήποτε πρόσωπο προς όφελος του οποίου επενεργεί εμπράγματο βάρος ή

απαγόρευση ότι, σε περίπτωση μη υποβολής ένστασης σύμφωνα με τις διατάξεις τουεδαφίου (3), ο Διευθυντής θα προβεί σε απαλλαγή, εξάλειψη ή ακύρωση της υποθήκης,του εμπράγματου βάρους ή της απαγόρευσης και σε μεταβίβαση του ακινήτου επ’ονόματι του αγοραστή σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου.

(3) Ο αγοραστής, ο πωλητής ή ο ενυπόθηκος δανειστής, καθώς και οποιοδήποτε άλλοπρόσωπο προς όφελος του οποίου επενεργεί εμπράγματο βάρος ή απαγόρευση δύναταιεντός σαράντα πέντε (45) ημερών από την ημερομηνία παραλαβής της ειδοποίησης,σύμφωνα με το εδάφιο (1), να υποβάλει ένσταση στο Διευθυντή για τους ακόλουθουςλόγους:

(α) Ότι δεν εκπληρώθηκαν πλήρως οι συμβατικές υποχρεώσεις του αγοραστή έναντι τουπωλητή, ή

(β) ότι η σύμβαση μεταξύ του πωλητή και του αγοραστή είναι άκυρη ή/και έχει τερματιστείδυνάμει διατάγματος Δικαστηρίου:

Νοείται ότι, ο Διευθυντής σε περίπτωση τεκμηρίωσης της ένστασης δεν προβαίνει σεμεταβίβαση του τίτλου ιδιοκτησίας επ’ ονόματι του αγοραστή:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Διευθυντής σε περίπτωση μη τεκμηρίωσης της ένστασηςπροχωρεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (2).

(4) Τηρουμένων των διατάξεων του εδαφίου (2), ο πωλητής, ο ενυπόθηκος δανειστής καιοποιοδήποτε πρόσωπο προς όφελος του οποίου επενεργεί εμπράγματο βάρος ήαπαγόρευση δύναται να αιτηθεί όπως η υποθήκη, το εμπράγματο βάρος ή η απαγόρευσημεταφερθεί σε άλλη ακίνητη ιδιοκτησία του ίδιου πωλητή, αντί της απαλλαγής, εξάλειψηςή ακύρωσης της υποθήκης, του εμπράγματου βάρους ή της απαγόρευσης:

Νοείται ότι, ο Διευθυντής προβαίνει στην εξέταση της αίτησης και νοουμένου ότιτεκμηριώνεται ότι ο πωλητής είναι ο εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης άλλης ακίνητηςιδιοκτησίας, σύμφωνα με τα πιο πάνω, προχωρεί σε μεταφορά της υποθήκης, τουεμπράγματου βάρους ή της απαγόρευσης στην ιδιοκτησία αυτή:

Νοείται περαιτέρω ότι, ο Διευθυντής σε περίπτωση αίτησης για μεταφορά προβαίνει στημεταφορά σύμφωνα με τις υποδείξεις του ενυπόθηκου δανειστή και οποιουδήποτεπροσώπου προς όφελος του οποίου επενεργεί εμπράγματο βάρος ή απαγόρευση:

Νοείται έτι περαιτέρω ότι, σε περίπτωση μη τεκμηρίωσης της αίτησης για μεταφοράσύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος εδαφίου, ο Διευθυντής προχωρεί σύμφωνα με τηδιαδικασία που προβλέπεται από τις διατάξεις του εδαφίου (2).

(5) Τηρουμένων των διατάξεων των εδαφίων (3) και (4), ο αγοραστής, ο πωλητής, οενυπόθηκος δανειστής και οποιοδήποτε πρόσωπο προς όφελος του οποίου επενεργείεμπράγματο βάρος ή απαγόρευση υποχρεούνται όπως προσκομίσουν τα απαραίτητααποδεικτικά στοιχεία σύμφωνα με Κανονισμούς για την τεκμηρίωση της ένστασής τους ήτης μεταφοράς της υποθήκης, του εμπράγματου βάρους ή της απαγόρευσης επί άλληςακίνητης ιδιοκτησίας του ίδιου πωλητή.

(6) Ο Διευθυντής, μετά την πάροδο των σαράντα πέντε (45) ημερών, δύναται να προβείσε μεταφορά της υποθήκης, του εμπράγματου βάρους ή της απαγόρευσης επί άλλης

ακίνητης ιδιοκτησίας του πωλητή, σύμφωνα με διαδικασία η οποία καθορίζεται σεΚανονισμούς.

(7) Ο Διευθυντής σε περίπτωση κατά την οποία ο πωλητής δεν είναι ιδιοκτήτης άλληςακίνητης ιδιοκτησίας, αποδέχεται αίτηση μεταφοράς της υποθήκης, του εμπράγματουβάρους ή της απαγόρευσης από τον ενυπόθηκο δανειστή ή από οποιοδήποτε πρόσωποπρος όφελος του οποίου επενεργεί εμπράγματο βάρος ή απαγόρευση, σύμφωνα μεΚανονισμούς, στην ακίνητη ιδιοκτησία-

(α) Νομικών προσώπων τα οποία έχουν εγγυηθεί τις υποχρεώσεις του πωλητή σε σχέσημε την ακίνητη ιδιοκτησία, ή

(β) φυσικών προσώπων τα οποία έχουν εγγυηθεί τις υποχρεώσεις του πωλητή σε σχέσημε την ακίνητη ιδιοκτησία και κατά το χρόνο της υπογραφής της σύμβασης ενεργούσανως διοικητικοί σύμβουλοι του πωλητή ή κατείχαν ποσοστό πέραν του δέκα τοις εκατόν(10%) του μετοχικού κεφαλαίου του πωλητή, στην περίπτωση κατά την οποία δενυφίσταται ακίνητη ιδιοκτησία εγγεγραμμένη στο όνομα των νομικών προσώπων σύμφωναμε τα προβλεπόμενα στην παράγραφο (α) και στην περίπτωση κατά την οποία ο ίδιος οπωλητής είναι νομικό πρόσωπο:

Νοείται ότι, σε περίπτωση μεταφοράς της υποθήκης, του εμπράγματου βάρους ή τηςαπαγόρευσης σε ακίνητη ιδιοκτησία προσώπου σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στιςπαραγράφους (α) και (β), το εν λόγω πρόσωπο αποκτά για τους σκοπούς του παρόντοςΝόμου την ιδιότητα του ενυπόθηκου οφειλέτη και η ευθύνη του περιορίζεται στο ποσό τοοποίο αντιστοιχεί στην ευθύνη που απορρέει από τη σχετική σύμβαση εγγύησης.

Άρθρο 44ΚΖ.

Οι διατάξεις των άρθρων 44ΙΗ έως 44ΚΣΤ εφαρμόζονται ανεξαρτήτως των λοιπώνδιατάξεων του παρόντος Νόμου, του περί Πτώχευσης Νόμου, των Μερών IVA και V τουπερί Εταιρειών Νόμου, καθώς και των διατάξεων οποιουδήποτε άλλου εν ισχύι Νόμου.»

Έχοντας διεξέλθει το περιεχόμενο των λόγων έφεσης, φρονούμε πως επιβάλλεται, πρώτα,η εξέταση του δεύτερου λόγου έφεσης, ο οποίος, αν επιτύχει, θα έχει καταλυτική σημασία γιατο σύνολο της έφεσης και θα καταστήσει άνευ αντικειμένου τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

Με το δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες θεωρούν ότι το κατώτερο Δικαστήριο όφειλε, σεαντίθεση με ό,τι έπραξε, να εξετάσει την κύρια δικογραφημένη, επί της αίτησης, εκδοχή τουςότι τα Άρθρα 44ΙΗ-44ΚΒ, όπως αυτά προστέθηκαν στο Ν. 9/1965, με τον Ν. 139(Ι)/2015,είναι αντισυνταγματικά.

Παραθέτουμε, στη συνέχεια, το σκεπτικό του κατώτερου Δικαστηρίου με το οποίο, αφούαξιολόγησε τις εκατέρωθεν θέσεις, τοποθετήθηκε, ως προς το θέμα της συνταγματικότηταςτων Άρθρων 44ΙΗ – 44ΚΖ, ότι ήταν ορθό να απορρίψει την αίτηση των εφεσειόντων επειδήδύο εκ των λόγων ένστασης, που ήγειραν οι εφεσίβλητοι 1 και 3, ευσταθούν, και δεν εξέτασετα θέματα συνταγματικότητας. Το σχετικό απόσπασμα έχει ως ακολούθως:

«Παρατηρώ τα εξής:

Χωρίς να χρειάζεται να παραθέσω το Άρθρο 23 του Συντάγματος, τα γεγονότα πουπεριβάλλουν την υπό κρίση έφεση είναι τέτοια, που σε περίπτωση εξέτασηςοποιουδήποτε ζητήματος αντισυνταγματικότητας ή ασυμβατότητας των επίμαχωνδιατάξεων του Νόμου με τα άρθρα 23, 25 και 26 του Συντάγματος εγείρουν οι εφεσείοντεςθεωρώ ότι θα αντιστρατευόμουν τη νομολογιακή αρχή που διέπει το δικαστικό έλεγχο τηςσυνταγματικότητας των νόμων σύμφωνα με την οποία – για να επαναλάβω – :

«Η δικαστική εξουσία δεν επεκτείνεται στην εξέταση αφηρημένων ζητημάτων, μεάλλα λόγια τα δικαστήρια δεν αποφασίζουν επί ζητημάτων συνταγματικής φύσεωςεκτός αν αυτό είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίουδιαφοράς.» (βλ. Lapertas Fisheries Ltd κ.ά., (ανωτέρω).) Ειδικότερα:

Καθώς ήδη έχει αναφερθεί, οι εφεσείοντες, τη μόνη υποθήκη που δικαιούνται ναεπικαλούνται για σκοπούς στοιχειοθέτησης της έφεσής τους είναι την υποθήκη με αριθμόΥ3758/03. Αυτή, ως εμπράγματο βάρος επί του επίδικου ακινήτου του εφεσίβλητου 3προηγείται της επίδικης σύμβασης, ημερομηνίας 26/1/2004, δυνάμει της οποίας οεφεσίβλητος 3 είχε αγοράσει από τους εφεσίβλητους 2 το επίδικο διαμέρισμα. Η εν λόγωσύμβαση, δεδομένου ότι κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο αποτελεί επίσης εμπράγματοβάρος, το οποίο ακολουθεί σε σειρά την πιο πάνω υποθήκη. Κάτι που δεν ισχύει για τηνυποθήκη με αριθμό 781/05, η οποία είναι μεταγενέστερη, επομένως έπεται σε σειρά τηςεπίδικης σύμβασης.

Προκύπτει από τη μαρτυρία ότι η υποθήκη με αριθμό Υ3758/03 συστάθηκε για το ποσότων €102.516,09 (£60.000,00) και σύμφωνα με την απόφαση στην αγωγή 4145/10διατάχθηκε η εκποίησή της και η πώληση με δημόσιο πλειστηριασμό του ακινήτου μεαριθμό εγγραφής 33107 – που είναι το ένα από τα δυο ακίνητα εντός των οποίων έχειαναγερθεί η πολυκατοικία στην οποία ανήκει και το επίδικο διαμέρισμα του εφεσίβλητου 3- και η διάθεση του προϊόντος της πώλησης, αφαιρουμένων όλων των σχετικών εξόδων,προς ικανοποίηση ή έναντι των αξιώσεων των εναγόντων (δηλαδή των εφεσειόντων)μέχρι του ποσού των €102.526,08, πλέον τόκους προς 7,50% το χρόνο, από 27/11/2013μέχρι εξοφλήσεως και έξοδα. Η εκποίηση της ίδιας υποθήκης διατάχθηκε και στο πλαίσιοτης αγωγής 4147/10, δυνάμει σχετικής απόφασης. Το επίδικο διαμέρισμα τουεφεσίβλητου 3 προέκυψε από τον οριζόντιο διαχωρισμό των ακινήτων – των εφεσίβλητων2 – με αριθμό εγγραφής 0/33107 και 0/33108. Το πρώτο από τα δυο αυτά ακίνηταβαρύνεται με την επίδικη υποθήκη. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του πιστοποιητικούέρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας που επισυνάπτεται στην ένορκη δήλωση του ενόρκωςδηλούντα για τους εφεσείοντες (τεκμήριο 16) σε συνδυασμό και με διάφορα άλλαστοιχεία μαρτυρίας, οι εφεσίβλητοι 2 είναι εγγεγραμμένοι ιδιοκτήτες ακίνητης ιδιοκτησίας,

η οποία αποτελείται από 20 διαμερίσματα καθώς και από το ακίνητο με αριθμό εγγραφής2/131, τεμάχιο 131 που αποτελεί χωράφι στην Κισσόνεργα. Το συγκεκριμένο ακίνητο,εκτιμημένης αγοραίας αξίας – με τιμές 1/1/2013 -, €1.125.600,00 και τα διαμερίσματα μεαριθμό εγγραφής 0/46001 και 0/46008, εκτιμημένης αξίας – και πάλι με τιμές 2013 -,€92.000,00, το ένα και €99.700,00, το άλλο είναι και τα μόνα ακίνητα των εφεσίβλητων 2που δε βαρύνονται με την – επίδικη – υποθήκη με αριθμό 3758/03. Με αυτό δεδομένο, οιεφεσείοντες, αντί να υποβάλουν ένσταση κατά της πρόθεσης του Διευθυντή ναπροχωρήσει στη μεταβίβαση του επίδικου ακινήτου επ’ ονόματι του εφεσίβλητου 3 και ναεξαλείψει την επίδικη υποθήκη με την οποία αυτό βαρύνεται, εάν ζητούσαν τη μεταφοράτης συγκεκριμένης υποθήκης στα πιο πάνω – βεβαρημένα με αυτή – ακίνητα τωνεφεσίβλητων 2, τα οποιαδήποτε δικαιώματά τους απορρέουν από την εν λόγω υποθήκη,θα παρέμειναν αναλλοίωτα. Και τούτο, έχοντας υπόψη, ότι σε περίπτωση μεταφοράς τηςυποθήκης, αυτή, ως εμπράγματο βάρος που είναι – προκύπτει από το περιεχόμενο τουσχετικού πιστοποιητικού έρευνας ακίνητης ιδιοκτησίας των εφεσίβλητων 2 -, θα ήτανπρώτη στη σειρά από το σύνολο των εμπραγμάτων βαρών που βαραίνουν και τα τρίααυτά ακίνητα. Το γεγονός ότι αντί να ασκήσουν το συγκεκριμένο δικαίωμα που τουςπαρέχει ο Νόμος, οπότε θα διασφαλίζονταν πλήρως τα συμφέροντα και νόμιμαδικαιώματά τους που απορρέουν από την επίδικη υποθήκη, επέλεξαν να υποβάλουνένσταση κατά της πρόθεσης του Διευθυντή να μεταβιβάσει το επίδικο διαμέρισμα επ’ονόματι του εφεσίβλητου 3 και να εξαλείψει την επίδικη υποθήκη, με την οποία αυτόβαρύνεται, εγείροντας ως λόγο, για σκοπούς στοιχειοθέτησης της ένστασής τους, θέματααντισυνταγματικότητας της νομοθεσίας που διέπει την άσκηση των εξουσιών τουΔιευθυντή να επιληφθεί της αίτησης του εφεσίβλητου 3 για μεταβίβαση του επίδικουακινήτου επ’ ονόματί του, ενώ από τη μια καθιστά βάσιμο τον 20ο λόγο ένστασης τουΔιευθυντή – με τον οποίο υποβάλλεται ότι οι εφεσείοντες έχουν απεμπολήσει και/ήκωλύονται να επικαλεσθούν οποιοδήποτε δικαίωμα προκύπτει από τις συμβάσεις και/ήέγγραφα υποθήκης, λόγω της αρχής της εγκατάλειψης και/ή λόγω ολιγωρίας – καθώς καιτον 8ο – μεταξύ άλλων – λόγο ένστασης του εφεσίβλητου 3 – με τον οποίο υποβάλλεται ότιοι εφεσείοντες κωλύονται να διεκδικούν την ακύρωση και/ή αναστολή της επίδικηςαπόφασης του Διευθυντή, ημερομηνίας 15/9/2017 καθότι επέλεξαν να μην ενεργήσουνσύμφωνα με τις διατάξεις του Νόμου και αρνήθηκαν και/ή αμέλησαν και/ή δεν επέλεξαννα αιτηθούν μεταφοράς της επίδικης υποθήκης σε άλλα ακίνητα των εφεσίβλητων 2 – απότην άλλη, το βάσιμο των δυο αυτών λόγων ένστασης καθιστά γενικά το ζήτημααντισυνταγματικότητας που εγείρουν με την υπό κρίση έφεση, μη απαραίτητο για τηνεπίλυση της ενώπιόν μου διαφοράς. (βλ. τη Lapertas Fisheries Ltd κ.ά., (ανωτέρω)).Πολλώ μάλλον, αν ληφθεί υπόψη και η άλλη νομολογιακή αρχή – από την ίδια απόφαση -σύμφωνα με την οποία, τα Δικαστήρια αν είναι δυνατόν θα ερμηνεύσουν με τέτοιο τρόποτο Νόμο ώστε να τον εντάξουν μέσα στα πλαίσια του Συντάγματος.»

Ως κατανοούμε, η ουσία του σκεπτικού του κατώτερου Δικαστηρίου έγκειται στο ότι, επειδήκρίθηκαν βάσιμοι δύο από τους λόγους ένστασης των εφεσίβλητων, και δη ότι, (α) οιεφεσείοντες κωλύονταν να επικαλεσθούν οποιοδήποτε δικαίωμα τους προκύπτει από τιςσυμβάσεις υποθήκης, λόγω της εγκατάλειψης του δικαιώματος τους να εγείρουν ένστασηστην πρόθεση του εφεσίβλητου 1 για την εγγραφή του διαμερίσματος επ’ ονόματι του

εφεσίβλητου 3, και (β) ότι κωλύονταν να διεκδικήσουν την ακύρωση της απόφασης τουεφεσίβλητου 1, ημερομηνίας 15.09.2017, λόγω του ότι δεν ενήργησαν σύμφωνα με τιςδιατάξεις του νόμου και/ή αρνήθηκαν να αιτηθούν τη μεταφορά της επίδικης υποθήκης σεάλλα ακίνητα των εφεσίβλητων 2, το ζήτημα της συνταγματικότητας, που ήγειραν οιεφεσείοντες, με την αίτηση τους, κατέστη μη απαραίτητο για την επίλυση της, ενώπιον τουκατώτερου Δικαστηρίου, διαφοράς και ως εκ τούτου δεν εξετάστηκε.

Έχουμε διεξέλθει με κάθε δυνατή προσοχή τόσο το σκεπτικό του κατώτερου Δικαστηρίουόσο και τα επιχειρήματα και τις επιμέρους θέσεις των διαδίκων, όπως τις ανέπτυξαν ενώπιονμας οι ευπαίδευτοι συνήγοροι τους. Με δεδομένο τον σεβασμό μας στην πρωτόδικη κρίση τουκατώτερου Δικαστηρίου, παρατηρούμε ότι με την αίτηση τους οι εφεσείοντες μόνο θέματασυνταγματικότητας ήγειραν, τα οποία σχετίζονται άμεσα με συγκεκριμένα άρθρα τουΣυντάγματος, ήτοι τα Άρθρα 23, 25, 26 και 30. Αυτή ήταν η διαφορά ενώπιον τουΔικαστηρίου. Ο μόνος λόγος που δεν επιτρέπει την εξέταση τέτοιων ζητημάτων, σύμφωνα μετη νομολογία (βλέπε Labertas Fisheries Ltd κ.α. v. Αστυνομίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 335), είναιαν αυτό δεν είναι απαραίτητο για την επίλυση της ενώπιον του Δικαστηρίου διαφοράς. Είναιεπίσης ορθό να ειπωθεί, ως λογική απόρροια, να μην είναι απαραίτητο να εξετασθούνζητήματα συνταγματικότητας νόμου αν το ένδικο διάβημα είναι απορριπτέο ως απαράδεκτο ήμη έγκυρο, ήτοι για λόγους που δεν άπτονται της ουσίας της διαφοράς. Είναι όμως ξεκάθαροπως ο μόνος λόγος που οι εφεσείοντες ζήτησαν την ακύρωση της Ειδοποίησης «ΙΕ» αλλά καιτης απόφασης του εφεσίβλητου 1, ημερομηνίας 15.09.2017, ήταν επειδή, κατά την εκδοχήτους, αυτές λήφθηκαν στη βάση νομοθεσίας η οποία αντίκειται σε συγκεκριμένα,προαναφερόμενα, άρθρα του Συντάγματος. Με δεδομένο ότι η μεταφορά της υποθήκηςΥ3758/2003, ως εμπράγματο δικαίωμα, σχετίζεται με δικαίωμα περιουσίας, φρονούμε ότι τοκατώτερο Δικαστήριο όφειλε να εξετάσει τα εγερθέντα στην αίτηση, ημερομηνίας 23.10.2017,θέματα συνταγματικότητας, αφού, αφενός ήταν και τα μόνα που τέθηκαν ενώπιον του για τηνεπίλυση της διαφοράς, αφετέρου, είναι προφανές πως αν η εκδοχή των εφεσειόντων γινόταναποδεκτή, το αποτέλεσμα θα ήταν η επιτυχία της αίτησης. Συνεπώς, η εξέταση τηςσυνταγματικότητας των Άρθρων 44ΙΘ – 44ΚΒ ήταν ουσιώδης και καθοριστική για τηδιάγνωση της υπόθεσης που τέθηκε ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου (βλέπε Dias United

Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550). Οι λόγοι ένστασης 8 και 20 τωνεφεσιβλήτων 3 και 1, αντίστοιχα, τους οποίους εξέτασε και αποδέχθηκε το κατώτεροΔικαστήριο, χωρίς να εξετάσει τα θέματα συνταγματικότητας, δεν έχρηζαν προγενέστερηςεξέτασης, υπό την έννοια ότι, το κατώτερο Δικαστήριο εφάρμοσε τις διατάξεις των επίμαχωνάρθρων θεωρώντας δεδομένο, χωρίς να τοποθετηθεί, ότι είναι συνταγματικές, κάτι που ήταντο ζητούμενο. Αν τα επίμαχα Άρθρα 44ΙΘ – 44ΚΒ κρίνονταν συνταγματικά, τότε η αίτηση θαέπρεπε να απορριφθεί, αν όχι θα έπρεπε να επιτύχει.

Συνακόλουθα των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται βάσιμος και από μόνος τουοδηγεί, αναπόφευκτα, στην επιτυχία της έφεσης. Η εκκαλούμενη απόφαση παραμερίζεται,περιλαμβανομένης της διαταγής ως προς τα έξοδα.

Ό,τι μας απασχολεί, πλέον, στο στάδιο αυτό, είναι κατά πόσο δικαιολογείται διαταγή για νέαδίκη από το κατώτερο Δικαστήριο, προκειμένου αυτό να εξετάσει τα θέματασυνταγματικότητας, που ήγειραν οι εφεσείοντες, ή είναι επιτρεπτό ή και επιβαλλόμενο ναπροχωρήσουμε, ως Εφετείο, στην έκδοση απόφασης επί των προηρηθέντων συνταγματικώνθεμάτων, ολοκληρώνοντας έτσι τη διαφορά.

Έχοντας αξιολογήσει όλες τις περιστάσεις που βρίσκονται ενώπιον μας, έχουμε καταλήξειότι το συμφέρον της δικαιοσύνης επιβάλλει όπως προχωρήσουμε σε εξέταση των επίδικωνζητημάτων της αίτησης, ημερομηνίας 23.10.2017, παρά σε διαταγή επανεκδίκασης τέτοιωνζητημάτων, μετά πάροδο 6 και πλέον ετών από την καταχώριση της αίτησης τωνεφεσειόντων. Προς αυτή την κατεύθυνση έχουμε συνυπολογίσει τα πιο κάτω:

1. Την πρόνοια του Άρθρου 25(3) του Ν. 14/1960, με την οποία, μεταξύ άλλων, είναιεπιτρεπτό, για το Εφετείο να μην «δεσμεύεται υπό oιασδήπoτε απoφάσεως περί πραγματικώvγεγovότωv τoυ εκδικάσαvτoς δικαστηρίoυ και θα έχη εξoυσίαv vα αvαθεωρή τας πρoσαχθείσαςαπoδείξεις, vα συvάγη τα ίδια αυτoύ συμπεράσματα, vα ακoύη. και δύvαται vα δώσηoιαvδήπoτε απόφασιv ή vα εκδώση oιovδήπoτε διάταγμα τo oπoίov αι περιστάσεις τηςυπoθέσεως δικαιoλoγoύv…».

2. Την πρόνοια του Μέρους 41.12(1) των Περί Πολιτικής Δικονομίας ΔιαδικαστικώνΚανονισμών του 2023, όπου προβλέπεται ότι «Σε σχέση με έφεση το Εφετείο έχει όλες τιςεξουσίες του κατώτερου Δικαστηρίου».

3. Το γεγονός ότι υφίσταται σε ικανοποιητικό βαθμό το αναγκαίο υπόβαθρο ώστε νααποφασισθούν τα θέματα συνταγματικότητας από το Εφετείο.

4. Τα ζητήματα της συνταγματικότητας ή μη, είναι, ως προκύπτει, ενώπιον μας, καθαράνομικά, και δεν θα χρειάζεται η προσαγωγή μαρτυρίας, άλλης από αυτήν που τέθηκε ενώπιοντου κατώτερου Δικαστηρίου, και, εν πάση περιπτώσει, τα λιγοστά ουσιώδη και αναγκαίαγεγονότα είναι αποδεκτά από τους διάδικους.

5. Οι διάδικοι είχαν θέσει πρωτόδικα τις θέσεις τους επί των θεμάτων τηςσυνταγματικότητας ή μη των Άρθρων 44ΙΗ – 44ΚΒ του Ν. 9/1965, όπως αυτόςτροποποιήθηκε, ως επίσης, τις ανέπτυξαν και ενώπιον μας. Συνεπώς, οι διάδικοι βρίσκονταιεπί ίσοις όροις.

Οφείλουμε, σ’ αυτό το στάδιο, να διασαφηνίσουμε πως δεν διατυπώνουμε αρχή ότι ηπερίπτωση των απολύτως νομικών ζητημάτων οδηγεί, αναπόδραστα, πάντοτε σε απόφασημη επανεκδίκασης, πλην όμως, υπό τις περιστάσεις της παρούσας υπόθεσης η εκ νέουακρόαση της, 6 χρόνια περίπου μετά την εκκαλούμενη απόφαση, κρίνουμε πως δενπροσφέρεται. Δεν θα εξυπηρετούσε ούτε το δημόσιο συμφέρον, αλλά ούτε και τονπρωταρχικό σκοπό, ως αυτός προσδιορίζεται στο Μέρος 1.2(1)(2) των Περί ΠολιτικήςΔικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023.

Το Άρθρο 23 του Συντάγματος διασφαλίζει την προστασία του δικαιώματος ιδιοκτησίας, οπεριορισμός του οποίου επιτρέπεται μόνο υπό τις αυστηρές προϋποθέσεις που το εν λόγωάρθρο έχει καθορίσει. Το εν λόγω άρθρο διαλαμβάνει τα ακόλουθα:

«1. Έκαστος, μόνος ή από κοινού μετ’ άλλων, έχει το δικαίωμα να αποκτά, να είναι κύριος, νακατέχη, απολαύη ή διαθέτη οιανδήποτε κινητήν ή ακίνητον ιδιοκτησίαν και δικαιούται να απαιτήτον σεβασμόν του τοιούτου δικαιώματος αυτού.

Το δικαίωμα της Δημοκρατίας επί των υπογείων υδάτων, ορυχείων και μεταλλείων καιαρχαιοτήτων διαφυλάσσεται.

2. Στέρησις ή περιορισμός οιουδήποτε τοιούτου δικαιώματος δεν δύναται να επιβληθή ειμή ωςπροβλέπεται υπό του παρόντος άρθρου.

3. Η άσκησις τοιούτου δικαιώματος δύναται να υποβληθή διά νόμου εις όρους, δεσμεύσεις ήπεριορισμούς απολύτως απαραιτήτους προς το συμφέρον της δημοσίας ασφαλείας ή τηςδημοσίας υγιείας ή των δημοσίων ηθών ή της πολεοδομίας ή της αναπτύξεως καιχρησιμοποιήσεως οιασδήποτε ιδιοκτησίας προς προαγωγήν της δημοσίας ωφελείας ή προςπροστασίαν των δικαιωμάτων τρίτων.

Διά πάντα τοιούτον όρον, δέσμευσιν ή περιορισμόν, όστις μειώνει ουσιωδώς την οικονομικήναξίαν της τοιαύτης ιδιοκτησίας, δέον να καταβάλληται το ταχύτερον δικαία αποζημίωσις,καθοριζομένη, εν περιπτώσει διαφωνίας, υπό πολιτικού δικαστηρίου.

4. Οιαδήποτε κινητή ή ακίνητος ιδιοκτησία ή οιονδήποτε δικαίωμα ή συμφέρον επί τοιαύτηςιδιοκτησίας δύναται να απαλλοτριωθή αναγκαστικώς υπό της Δημοκρατίας ή υπό τηςδημοτικής αρχής, ως και υπό Κοινοτικής Συνελεύσεως υπέρ εκπαιδευτικών, θρησκευτικών,φιλανθρωπικών ή αθλητικών σωματείων, οργανώσεων ή ιδρυμάτων υποκειμένων εις τηναρμοδιότητα αυτής και μόνον εις βάρος προσώπων ανηκόντων εις την αντίστοιχον κοινότητα,ως επίσης και υπό νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή οργανισμού κοινής ωφελείας,προς ους έχει παραχωρηθή τοιούτον δικαίωμα υπό του νόμου και δη μόνον:

(α) προς εξυπηρέτησιν σκοπού δημοσίας ωφελείας, ειδικώς καθορισθησομένου διάγενικού περί αναγκαστικής απαλλοτριώσεως νόμου, όστις θέλει θεσπισθή εντός έτους απότης ημερομηνίας ενάρξεως της ισχύος του Συντάγματος,

(β) του τοιούτου σκοπού εξειδικευομένου δι’ ητιολογημένης αποφάσεως τηςαπαλλοτριούσης αρχής εκδιδομένης κατά τας διατάξεις του νόμου τούτου,περιλαμβανούσης σαφώς τους λόγους της τοιαύτης απαλλοτριώσεως και

(γ) επί καταβολή τοις μετρητοίς και προκαταβολικώς δικαίας και ευλόγου αποζημιώσεωςκαθοριζομένης εν περιπτώσει διαφωνίας υπό πολιτικού δικαστηρίου.

5. …………………………………………………………………………………

6. …………………………………………………………………………………..

7. Η τρίτη και τετάρτη παράγραφος του παρόντος άρθρου δεν έχουσιν εφαρμογήνπροκειμένου περί διατάξεων οιουδήποτε νόμου, περί αναγκαστικής εκτελέσεως εν σχέσειπρος οιονδήποτε φόρον ή ποινήν, περί αναγκαστικής εκτελέσεως οιασδήποτε δικαστικήςαποφάσεως, ή περί αναγκαστικής εκτελέσεως συμβατικών υποχρεώσεων ή περίπαρεμποδίσεως κινδύνου επαπειλούντος την ζωήν ή την ιδιοκτησίαν.

8. …………………………………………………………………………………

9. …………………………………………………………………………………

10. ……………………………………………………………………………….

11. …………………………………………………………………………..»

Στην υπόθεση Μαυρογένης ν. Βουλής των Αντιπροσώπων κ.ά. (Αρ. 3) (1996) 1 Α.Α.Δ.315, 339 αποφασίστηκε ότι:

«Η μεθοδολογία ελέγχου της συνταγματικότητας νόμου, σύμφωνα με την πάγια νομολογίατου Ανώτατου Δικαστηρίου, σύγκειται στην αντιπαραβολή των κρίσιμων διατάξεων τουνόμου με τις σχετικές διατάξεις του Συντάγματος. Η έρευνα αποβλέπει στη διαπίστωσηκατά πόσο οι διατάξεις του νόμου συγκρούονται με το Σύνταγμα ή συνάδουν με αυτό. ΤοΔικαστήριο δεν υπεισέρχεται και δεν εξετάζει τη σκοπιμότητα ή τη σοφία τουνομοθετήματος. Ο συνταγματικός έλεγχος περιορίζεται στη διαπίστωση συγκρούσεων ήαντιθέσεων προς το Σύνταγμα. »

Οι διατάξεις των Άρθρων 44ΙΘ – 44ΚΒ έχουν ήδη παρατεθεί προγενέστερα.

Στην υπόθεση Χαραλάμπους κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2014) 1 Α.Α.Δ. 175, στις σελίδες 20 και 21 αναφέρονται τα εξής:

«Σύμφωνα με τη νομολογία, περιοριστικοί όροι στη χρήση ιδιοκτησίας οι οποίοι αφήνουν άθικτο τον πυρήνα του δικαιώματος ιδιοκτησίας, δεν συνιστούν στέρηση, αλλά περιορισμό. Περιορισμοί απολήγουν σε στέρηση μόνο όταν καθιστούν την ιδιοκτησία αδρανή (βλ. Δημητριάδη κ.α. ν. Υπουργικού Συμβουλίου κ.α. (1996) 3 ΑΑΔ85, 102).»

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ v. ΑΥΓΟΥΣΤΗ κ.α.,ECLI:CY:AD:2020:C122, Εφέσεις κατά απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 177/18,75/19, 76/19, 77/19, 79/19, 80/19, 84/19 και 85/19, ημερομηνίας 10.04.2020:

«Στην Κύπρο η Νομολογία αναγνωρίζει ότι τα θεμελιώδη δικαιώματα και ελευθερίες του ατόμου επενεργούν και προστατεύονται έναντι πάντων (βλ. Police ν. Georqhiades(1983) 2 C.L.R 33, Αστυνομία ν. Γιάλλουρου (1992) 2 Α.Α.Δ. 147, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων (1997) 3 Α.Α.Δ. 36 . Τα θεμελιώδη δικαιώματα του ατόμου μπορεί να περιοριστούν με τον τρόπο που επιτρέπει και μόνο γιατους λόγους που καθορίζει το Σύνταγμα. Περιορισμός μπορεί να τεθεί και επέμβαση ναεπιτραπεί με Νόμο, εφόσον αυτά κρίνονται αναγκαία και στο βαθμό που η ανάγκη τοεπιβάλλει. (Βλ. μεταξύ άλλων Police and Theodhoros Nicola Hondroy and Another, 3R.S.C.C 82, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή (Αρ.2) (1992) 3 Α.Α.Δ. 165,Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ.2) (2000) 3 Α.Α.Δ.238).»

Κρίνεται χρήσιμο, επίσης, να παρατεθούν περαιτέρω αποσπάσματα από την υπόθεση Κυπριακή Δημοκρατία v. Αυγουστή (ανωτέρω) τα οποία έχουν ως ακολούθως:

«Υπό το φως της παραπάνω προσέγγισης το Διοικητικό Δικαστήριο, με αναφορά στην υπόθεση Κουτσελίνη-Ιωαννίδου κ.α. ν. Δημοκρατίας (2014) 3 ΑΑΔ 361, η οποία αφορούσε στην περιστολή των διπλών συντάξεων κρατικών αξιωματούχων με βάση το Ν.88(Ι)/2Ο11 έκρινε ότι, εφόσον το Άρθρο 23 επιτρέπει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος μόνο για τους καθοριζόμενους στην παράγραφο 3 λόγους και εφόσον οι μισθοί και οι συντάξεις αποτελούν ιδιοκτησία εν τη έννοια του Άρθρου 23, δεν δύνανται να υποστούν μείωση για άλλους από τους καθοριζόμενους λόγους και ειδικά για λόγους δημοσίας ωφελείας ή δημοσίου συμφέροντος. Η ίδια προσέγγιση ακολουθήθηκε και στην εξέταση των άλλων νομοθεσιών, το αποτέλεσμα της οποίας και καθόρισε.

…………………………

Η εξέταση συνταγματικότητας συγκεκριμένου νόμου δεν τίθεται όμως ποτέ inabstracto. Συνδέεται με πρόνοιες του Συντάγματος τις οποίες ο αμφισβητών τη συνταγματικότητα τους θέτει προς εξέταση ως μη συνάδουσες ή συμβατές με το καθαυτό νομοθέτημα είτε εν όλω, είτε εν μέρει. Καμιά όμως συνταγματική εξέταση, ιδιαίτερα όταν τα νομοθετήματα είναι μείζονος σημασίας με ευρύτερο αντίκτυπο στην κοινωνία όπως είναι οι Μνημονιακοί Νόμοι, δεν μπορεί να είναι πλήρης χωρίς την καταγραφή ορισμένων βασικών θεμελιωδών αρχών που αναπτύχθηκαν και στην πορεία εξελίχθηκαν για να διέπουν το σύγχρονο κράτος.

………………………….

Κατά πάγια νομολογία το δημόσιο συμφέρον πρέπει να εξειδικεύεται με τη διοίκηση ή το νομοθέτη να αναφέρει διαφανώς και λεπτομερώς τους λόγους του επικαλούμενου αυτού συμφέροντος ιδιαίτερα όταν θίγονται ελευθερίες και δικαιώματα όπως αυτά της ιδιοκτησίας, (Panayiotis Georgiou (Catering Ltd) ν. Δημοκρατίας (1997) 3 Α.Α.Δ. 221 και Δ. Κοντόγιωργα-Θεοχαροπούλου: «Τόμος Τιμητικός του Συμβουλίου της Επικρατείας»1929-1979 ΙΙ σελ. 371-373). Το δημόσιο συμφέρον κατά τον Δαγτόγλου: «Γενικό Διοικητικό Δίκαιο Α-Β» σελ. 8889, δεν μπορεί να θεμελιώσει απαλλαγή από την αρχή της νομιμότητας εφόσον δημόσιο συμφέρον θεωρείται μόνο εκείνο που ορίζεται από τη συντακτική και/ή νομοθετική εξουσία οι οποίες και είναι προς τούτο εξουσιοδοτημένες από το Σύνταγμα και τους Νόμους, (Παπαγεωργίου ν. Δημοκρατίας (1990) 3 Α.Α.Δ. 1254 -απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας -). Η εξειδίκευση του δημοσίου συμφέροντος αποκαλύπτει το συλλογισμό της διοίκησης και της προσδίδει περιεχόμενο. Διαφορετικά παραμένει κενό γράμμα και η εξέταση του νομοθετήματος λαμβάνει χώρα σε μια ασαφή νομική αρένα, ώστε, όπως αναφέρθηκε προηγουμένως, να διαπλάθεται η έννοια του κατά περίπτωση, έξω και πέραν των ορθολογιστικών παραμέτρων κρίσεως. Δεν νοείται βεβαίως συμπλήρωση ή η εκ των υστέρων παροχή αιτιολογίας διά της ενστάσεως ή της αγορεύσεως της Δημοκρατίας.

………………………….

Το Άρθρο 23 του Συντάγματος παρέχει μεγαλύτερη προστασία από το άρθρο 1 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της ΕΣΔΑ. Ενώ το άρθρο 1 επιτρέπει τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος, για λόγους δημόσιας ωφέλειας, το Άρθρο 23.3 του Συντάγματος δεν περιλαμβάνει το δημόσιο συμφέρον ή τη δημόσια ωφέλεια στους λόγους περιορισμού του δικαιώματος της ιδιοκτησίας, που επιτρέπονται. Το Άρθρο 23.3προνοεί ρητά ότι τέτοιοι περιορισμοί μπορούν να τεθούν μόνο για σκοπούς της δημόσιας

ασφάλειας, της δημόσιας υγείας, των δημοσίων ηθών, της πολεοδομίας, της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημοσίας ωφελείας και την προστασία των δικαιωμάτων τρίτων.

Η πρόνοια του Άρθρου 23.3 ότι περιουσιακό δικαίωμα μπορεί να περιοριστεί δια νόμου, για σκοπούς ανάπτυξης και χρησιμοποίησης ιδιοκτησίας προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας, δεν ταυτίζεται με τον περιορισμό περιουσιακού δικαιώματος για λόγους δημοσίου συμφέροντος. Είναι ένα πράγμα να περιορίζεται το ιδιοκτησιακό δικαίωμα κάποιου, για σκοπούς δημοσίου συμφέροντος (που δεν προνοείται στο Άρθρο 23) και άλλο πράγμα να περιορίζεται το δικαίωμα του, υπέρ της ανάπτυξης και χρησιμοποίησης της ιδιοκτησίας του, προς προαγωγή της δημόσιας ωφέλειας (που προνοείται) (Δέστε: την απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στις Υποθέσεις 1480/11 κ.α., XXX Χαραλάμπους κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ.11.6.2014). »

Ο κύπριος νομοθέτης προφανώς βρέθηκε ενώπιον ενός φαινομένου το οποίο επέβαλλε την ανάγκη προστασίας των αγοραστών ακίνητης περιουσίας, κυρίως κατοικιών, διαμερισμάτων καταστημάτων οι οποίοι, παρ’ όλο που είχαν εξοφλήσει το τίμημα αγοράς, ή ήταν έτοιμοι να το εξοφλήσουν, δεν ήταν εφικτό να αποκτήσουν τίτλο ιδιοκτησίας ή να επιτύχουν τη μεταβίβασέ’ ονόματα τους, λόγω του ότι υπήρχαν και/ή υπάρχουν, επί της εν λόγω ακίνητης περιουσίας, εγγεγραμμένα εμπράγματα βάρη και/ή δικαιώματα. Φρονούμε πως ο νομοθέτης, στην προσπάθεια του να προστατεύσει, αφενός, τα δικαιώματα των «εγκλωβισμένων» αγοραστών και, αφετέρου, των δικαιούχων των εμπράγματων δικαιωμάτων, κυρίως ενυπόθηκων δανειστών, επιχείρησε να επιλύσει το πρόβλημα με την επιλογή των προαναφερόμενων νομοθετικών προνοιών, τις οποίες εισήγαγε στο Ν. 9/1965, δια του τροποποιητικού νόμου Ν. 139(Ι)/2015. Το καίριο ερώτημα που γεννιέται είναι κατά πόσο επιλογή του νομοθέτη ήταν εντός του συνταγματικού πλαισίου της διασφάλισης του δικαιώματος ιδιοκτησίας όλων των ενδιαφερόμενων ή επηρεαζόμενων.

Στην υπόθεση Κυριακίδης κ.α. v. Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω Υπουργικού Συμβουλίου (1997) 3 Α.Α.Δ. 485, αναφέρθηκαν, μεταξύ άλλων, τα ακόλουθα:

«Αποτελεί αξίωμα του δικαίου ότι εφόσον παρέχεται η δυνατότητα ερμηνείας του νόμου κατά τρόπο συνάδοντα προς το Σύνταγμα, αυτή υιοθετείται και ο νόμος διασώζεται. Σύμφωνα με άλλο ερμηνευτικό αξίωμα, επίσης σχετικό, επενεργεί μαχητό τεκμήριο ότι πρόθεση του νομοθέτη είναι η θεσμοθέτηση κανόνων μέσα και όχι έξω από το πλαίσιο του Συντάγματος. Μόνο όπου τούτο αποκλείεται από το λεκτικό του νόμου ανατρέπεται το τεκμήριο και προκύπτει θέμα αντισυνταγματικότητας του νόμου.»

Στη βάση των προαναφερόμενων, νομολογηθέντων, εξετάζοντας την ουσία των ζητημάτων που βρίσκονται ενώπιον μας, καταλήγουμε ότι η απάλειψη και/ή απαλλαγή εγγεγραμμένων υποθηκών από ακίνητο, και ειδικότερα της υποθήκης Υ3758/2003 που ήταν εγγεγραμμένη προς όφελος των εφεσειόντων, προγενέστερα του συμβολαίου αγοράς που κατέθεσε ο εφεσίβλητος 3, προφανώς, αποτελεί κατάργηση του εν λόγω περιουσιακού δικαιώματος των εφεσειόντων. Πρόκειται για πράξη βασιζόμενη στη διάταξη του Άρθρου 44ΚΒ, ειδικότερα μείς παραγράφους (2) και (4), όμως η εν λόγω διάταξη δεν βρίσκει έρεισμα στο πλαίσιο που θέτουν οι παράγραφοι 3 και 4 του Άρθρου 23 του Συντάγματος. Ως προκύπτει, από τις εν λόγω διατάξεις, η στέρηση περιουσιακού δικαιώματος είναι δικαιολογημένη για πολύ συγκεκριμένο λόγο (Άρθρο 23.4 του Συντάγματος) και δη κατόπιν απαλλοτρίωσης με καταβολή δίκαιης και εύλογης αποζημίωσης. Όσον αφορά στο επιτρεπτό περιορισμού του υπό συζήτηση δικαιώματος, δυνάμει του Άρθρου 23.3 του Συντάγματος, δεν προκύπτει πως με την απόφαση του, ημερομηνίας 15.09.2017, ο εφεσίβλητος 1, είχε πρόθεση για περιορισμό, αλλά ευθέως πρόκειται για κατάργηση, χωρίς να προνοείται στο νόμο καταβολή δίκαιης αποζημίωσης. Συνεπώς, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις δεν παρέχεται δυνατότητα, στο Δικαστήριο, ερμηνείας των επίμαχων διατάξεων κατά τρόπο που να συνάδει με το Σύνταγμα και, ει δυνατόν, αυτές να διασωθούν, καθ’ ότι, με την εφαρμογή τους προξενείτε παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος. Αν και ο νομοθέτης επιχείρησε, με τη δυνατότητα μεταφοράς της εγγραφής υποθήκης σε άλλο ακίνητο, να εξισορροπήσει τη στέρηση του εν λόγω δικαιώματος, ωστόσο αυτή η επιλογή δεν είναι δυνατόν να ερμηνευθεί ότι συνιστά εύλογη και δίκαιη αποζημίωση. Άλλωστε, δεν φαίνεται αυτή η δυνατότητα να παρέχει την ίδια αξία στο περιουσιακό δικαίωμα των εφεσειόντων, δεδομένου ότι δεν γίνεται καμία αναφορά στο νόμο περί της σειράς προτεραιότητας, ως προς την περίπτωση, που υπάρχουν άλλα εμπράγματα βάρη επί του έτεροι ακινήτου ή ως προς την αξία του άλλου ακινήτου. Εν πάση περιπτώσεις, ενδεχομένως θα ήταν βάση για συζήτηση και μόνο αν επρόκειτο για άλλο ακίνητο στο οποίο δεν υπήρχε εμπράγματο βάρος αλλά και αξίας τέτοιας που να ήταν αποδεκτή από τον ενυπόθηκο δανειστή ως εξασφάλιση. Ασφαλώς, τέτοια μεταφορά της υποθήκης, σε άλλο ακίνητο του πωλητή, δεν είναι επιτρεπτό να ερμηνευθεί ότι συνιστά μαχητό τεκμήριο πως πρόθεση του νομοθέτη ήταν να θεσμοθετήσει κανόνες μεσαστώ πλαίσιο του Συντάγματος. Κατ’ επέκταση εφ’ όσον από το λεκτικό της διάταξης του

Άρθρου 44ΚΒ (2) και (4) του Ν. 9/1965, δεν προκύπτει τέτοια πρόθεση ευθέως, αναμφίβολα, δημιουργείται θέμα αντισυνταγματικότητας των Άρθρων 44ΙΗ – 44 ΚΒ του Ν. 9/1965, όπως αυτά προστέθηκαν από τον τροποποιητικό Ν. 139(Ι)/2015, και τα οποία στο σύνολο τους αφορούν και ρυθμίζουν τη διαδικασία έκδοσης τίτλου ιδιοκτησίας αγοραστών δια της απάλειψης ή απαλλαγής προγενέστερων, της κατάθεσης στο Κτηματολόγιο συμβολαίου αγοράς, εμπράγματων βαρών, όπως είναι η υποθήκη Υ3758/2003.

Λαμβάνοντας υπόψη το λεκτικό των Άρθρων 44ΙΘ – 44ΚΒ αποτελεί κατάληξη μας ότι οι διατάξεις των εν λόγω άρθρων, όπως προστέθηκαν, με τον Ν. 139(Ι)/2015, στον Ν. 9/1965,είναι τέτοιες που δεν συνάδουν με τις διατάξεις του Άρθρου 23 του Συντάγματος και/ή τις αντιστρατεύονται, πέραν πάσης λογικής αμφιβολίας, ως εκ τούτου κρίνονται αντισυνταγματικές.

Πέραν και ανεξάρτητα των προαποφασισθέντων, είναι η θέση των εφεσειόντων ότι τα Άρθρα 44ΙΘ – 44ΚΒ αντιστρατεύονται και τις διατάξεις του Άρθρου 26 του Συντάγματος.

Το Άρθρο 26 του Συντάγματος προνοεί τα ακόλουθα:

«1. Έκαστος έχει το δικαίωμα του συμβάλλεσθε ελευθέρως. Τούτο υπέρκειται εις όρους, περιορισμούς ή δεσμεύσεις τιθέμενους επί τη βάσει των γενικών αρχών του δικαίου των συμβάσεων. Νόμος θέλει προβλέψει διά την πρόληψίν εκμεταλλεύσεως υπό προσώπων, άτια διαθέτουν ιδιάζουσα οικονομική ισχύν.

2. Νόμος δύναται να ρύθμιση τας συλλογικά συμβάσεις εργασίας, υποχρεωτικώς εφαρμοζόμενα υπό των εργοδοτών και των εργαζομένων, προστατευόμενων επαρκώς των δικαιωμάτων οιουδήποτε ατόμου αδιακρίτως της αντιπροσωπεύσεως τούτου κατά την σύναψίν τοιαύτης συμβάσεως.»

Έχοντας αξιολογήσει τις εκατέρωθεν θέσεις και επιχειρήματα, που τέθηκαν ενώπιον μας, καταλήγουμε πως η παροχή εξουσίας στον Διευθυντή του Κτηματολογίου, είτε κατόπιν αιτήματος, είτε και στην περίπτωση που δεν υποβληθεί αίτημα από τον ενυπόθηκο δανειστή, να απαλείψει ή απαλλάξει το ακίνητο που αγόρασε ο εφεσίβλητος 3 από την υποθήκηΥ3758/2003, χωρίς να διασφαλίζεται η εκτέλεση και εφαρμογή της σύμβασης υποθήκης, ως την επέλεξε ένας εκ των συμβαλλομένων μερών, ήτοι ο ενυπόθηκος δανειστής, συνιστά

παρέμβαση στο δικαίωμα του συμβάλλεσθε ελευθέρως. Εξάλλου υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με τα μέχρι σήμερα νομολογηθέντα (Πιτσιλλίδης και Άλλη v. ΔιευθυντήΚτηματολογίου και Χωρομετρίας (2010) 1 Α.Α.Δ. 40) ο Διευθυντής του ΤμήματοςΚτηματολογίου και Χωρομετρίας δεν έχει εξουσία να αποφαίνεται επί ιδιοκτησιακώνδικαιωμάτων, πόσο μάλλον να τα καταργεί, χωρίς διαταγή Δικαστηρίου, ως συμβαίνει στηνπαρούσα περίπτωση όπου αποφάσισε την εξάλειψη της υποθήκης Υ3758/2003 ή πρότεινετην μεταφορά της σε άλλο ακίνητο από αυτό που τα συμβαλλόμενα μέρη επέλεξαν. Κατ’επέκταση η πρόνοια του Άρθρου 44ΚΒ, όπως προστέθηκε με τον Ν. 139(Ι)/2015, κρίνεταιαντισυνταγματική, ως μη συνάδουσα με τη διάταξη του Άρθρου 26 του Συντάγματος.

Σ’ ό,τι αφορά στο Άρθρο 25 του Συντάγματος, καθίσταται εύλογα κατανοητό ότι δεν είναιδυνατόν, υπό τα περιστατικά που βρίσκονται ενώπιον μας, να προβούμε σε συμπέρασμα ότιοι επίμαχες διατάξεις συγκρούονται με τις πρόνοιες του Άρθρου 25 και δη ότι συνιστούν παρέμβαση ή ακύρωση της επαγγελματικής ελευθερίας των εφεσειόντων. Ασφαλώς, ούτε κάπως οι επίμαχες διατάξεις (Άρθρα 44ΙΘ – 44ΚΒ) συγκρούονται με το Άρθρο 30 του Συντάγματος.

Κατ’ επέκταση όλων των προλεχθέντων, εκδίδονται διατάγματα ως οι παράγραφοι Α, Β και της Αίτησης ημερομηνίας 23.10.2017.

Ως λογική απόρροια όλων των προαναφερόμενων κρίνεται βάσιμος και ο τέταρτος λόγος έφεσης, ενώ η εξέταση των λόγων έφεσης 1 και 3 παρέκει.

Επιδικάζονται έξοδα έφεσης €2.500,00 πλέον Φ.Π.Α, αν υπάρχει, προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσιβλήτων 1 και 3. Όσον αφορά στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, αυτά, επιδικάζονται προς όφελος των εφεσειόντων και εναντίον των εφεσίβλητων 1 και 3, ως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Πάφου και θα εγκριθούν από αρμόδιο Δικαστή.

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο

Join The Discussion

Compare listings

Compare